Translation meaning & definition of the word "toner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόνερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toner
[Τονωτικό]/toʊnər/
noun
1. A solution containing chemicals that can change the color of a photographic print
- synonym:
- toner
1. Ένα διάλυμα που περιέχει χημικές ουσίες που μπορούν να αλλάξουν το χρώμα μιας φωτογραφικής εκτύπωσης
- συνώνυμο:
- τονωτικό
2. A black or colored powder used in a printer to develop a xerographic image
- synonym:
- toner
2. Μια μαύρη ή χρωματισμένη σκόνη που χρησιμοποιείται σε έναν εκτυπωτή για να αναπτύξει μια ξηρογραφική εικόνα
- συνώνυμο:
- τονωτικό
3. A lotion for cleansing the skin and contracting the pores
- synonym:
- toner
3. Μια λοσιόν για τον καθαρισμό του δέρματος και τη σύνθεση των πόρων
- συνώνυμο:
- τονωτικό