Translation meaning & definition of the word "toned" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τονισμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toned
[Τονίζω]/toʊnd/
adjective
1. Having or characterized or distinguished by tone or a specific tone
- Often used in combination
- "Full-toned"
- "Shrill-toned"
- "Deep-toned"
- synonym:
- toned
1. Έχοντας ή χαρακτηρίζεται ή διακρίνεται από τον τόνο ή έναν συγκεκριμένο τόνο
- Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Πλήρης τόνος"
- "Στριφογυρισμένος"
- "Βαθύ τόνο"
- συνώνυμο:
- τονισμένο
2. Having or distinguished by a tone
- Often used in combination
- "Full-toned"
- "Silver-toned"
- synonym:
- toned
2. Έχοντας ή διακρίνονται από έναν τόνο
- Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Πλήρης τόνος"
- "Ασημένιος τόνος"
- συνώνυμο:
- τονισμένο