Translation meaning & definition of the word "tone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόνος" στην ελληνική γλώσσα
Tone
[Τόνος]noun
1. The quality of a person's voice
- "He began in a conversational tone"
- "He spoke in a nervous tone of voice"
- synonym:
- tone ,
- tone of voice
1. Η ποιότητα της φωνής ενός ατόμου
- "Ξεκίνησε με έναν τόνο συζήτησης"
- "Μιλούσε με νευρικό τόνο φωνής"
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- τόνος φωνής
2. (linguistics) a pitch or change in pitch of the voice that serves to distinguish words in tonal languages
- "The beijing dialect uses four tones"
- synonym:
- tone
2. (γλωσσολογία) ένα βήμα ή μια αλλαγή στο βήμα της φωνής που χρησιμεύει για τη διάκριση των λέξεων σε τονικές γλώσσες
- "Η διάλεκτος του πεκίνου χρησιμοποιεί τέσσερις τόνους"
- συνώνυμο:
- τόνος
3. (music) the distinctive property of a complex sound (a voice or noise or musical sound)
- "The timbre of her soprano was rich and lovely"
- "The muffled tones of the broken bell summoned them to meet"
- synonym:
- timbre ,
- timber ,
- quality ,
- tone
3. (μουσική) η ξεχωριστή ιδιότητα ενός πολύπλοκου ήχου (α φωνή ή θόρυβος ή μουσικό ήχο)
- "Η χροιά της σοπράνο της ήταν πλούσια και υπέροχη"
- "Οι τόνοι του σπασμένου κουδουνιού τους κάλεσαν να συναντηθούν"
- συνώνυμο:
- τύμπλο ,
- ξυλεία ,
- ποιότητα ,
- τόνος
4. The general atmosphere of a place or situation and the effect that it has on people
- "The feel of the city excited him"
- "A clergyman improved the tone of the meeting"
- "It had the smell of treason"
- synonym:
- spirit ,
- tone ,
- feel ,
- feeling ,
- flavor ,
- flavour ,
- look ,
- smell
4. Η γενική ατμόσφαιρα ενός τόπου ή κατάστασης και η επίδραση που έχει στους ανθρώπους
- "Η αίσθηση της πόλης τον ενθουσίασε"
- "Ένας κληρικός βελτίωσε τον τόνο της συνάντησης"
- "Είχε τη μυρωδιά της προδοσίας"
- συνώνυμο:
- πνεύμα ,
- τόνος ,
- αισθάνομαι ,
- αίσθηση ,
- γεύση ,
- κοίτα ,
- μυρωδιά
5. A quality of a given color that differs slightly from another color
- "After several trials he mixed the shade of pink that she wanted"
- synonym:
- shade ,
- tint ,
- tincture ,
- tone
5. Μια ποιότητα ενός δεδομένου χρώματος που διαφέρει ελαφρώς από ένα άλλο χρώμα
- "Μετά από αρκετές δοκιμές ανακάτεψε την απόχρωση του ροζ που ήθελε"
- συνώνυμο:
- σκιά ,
- απόχρωση ,
- βάμμα ,
- τόνος
6. A notation representing the pitch and duration of a musical sound
- "The singer held the note too long"
- synonym:
- note ,
- musical note ,
- tone
6. Μια σημειογραφία που αντιπροσωπεύει τον τόνο και τη διάρκεια ενός μουσικού ήχου
- "Ο τραγουδιστής κράτησε το σημείωμα πολύ καιρό"
- συνώνυμο:
- σημείωση ,
- μουσική νότα ,
- τόνος
7. A steady sound without overtones
- "They tested his hearing with pure tones of different frequencies"
- synonym:
- tone ,
- pure tone
7. Ένας σταθερός ήχος χωρίς προβλήματα
- "Δοκίμησαν την ακοή του με καθαρούς τόνους διαφορετικών συχνοτήτων"
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- καθαρός τόνος
8. The elastic tension of living muscles, arteries, etc. that facilitate response to stimuli
- "The doctor tested my tonicity"
- synonym:
- tonicity ,
- tonus ,
- tone
8. Η ελαστική ένταση των ζωντανών μυών, των αρτηριών κλπ. που διευκολύνουν την ανταπόκριση σε ερεθίσματα
- "Ο γιατρός εξέτασε την τονικότητά μου"
- συνώνυμο:
- τονικότητα ,
- τόνος
9. A musical interval of two semitones
- synonym:
- tone ,
- whole tone ,
- step ,
- whole step
9. Ένα μουσικό διάστημα δύο ημιτόνων
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- ολόκληρος τόνος ,
- βήμα ,
- ολόκληρο το βήμα
10. The quality of something (an act or a piece of writing) that reveals the attitudes and presuppositions of the author
- "The general tone of articles appearing in the newspapers is that the government should withdraw"
- "From the tone of her behavior i gathered that i had outstayed my welcome"
- synonym:
- tone
10. Η ποιότητα κάτι (ανικής πράξης ή ένα κομμάτι γραφής) που αποκαλύπτει τις στάσεις και τις προϋποθέσεις του συγγραφέα
- "Ο γενικός τόνος των άρθρων που εμφανίζονται στις εφημερίδες είναι ότι η κυβέρνηση πρέπει να αποσυρθεί"
- "Από τον τόνο της συμπεριφοράς της συγκέντρωσα ότι είχα ξεπεράσει το καλωσόρισμα μου"
- συνώνυμο:
- τόνος
verb
1. Utter monotonously and repetitively and rhythmically
- "The students chanted the same slogan over and over again"
- synonym:
- tone ,
- chant ,
- intone
1. Απόλυτα μονότονα και επαναλαμβανόμενα και ρυθμικά
- "Οι μαθητές φώναζαν το ίδιο σύνθημα ξανά και ξανά"
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- τραγουδώ ,
- εντοπίζω
2. Vary the pitch of one's speech
- synonym:
- tone ,
- inflect ,
- modulate
2. Αλλάξτε τον τόνο της ομιλίας κάποιου
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- κλίνω ,
- διαμορφώνω
3. Change the color or tone of
- "Tone a negative"
- synonym:
- tone
3. Αλλάξτε το χρώμα ή τον τόνο του
- "Τόνος αρνητικός"
- συνώνυμο:
- τόνος
4. Change to a color image
- "Tone a photographic image"
- synonym:
- tone
4. Αλλαγή σε έγχρωμη εικόνα
- "Τόνισε μια φωτογραφική εικόνα"
- συνώνυμο:
- τόνος
5. Give a healthy elasticity to
- "Let's tone our muscles"
- synonym:
- tone ,
- tone up ,
- strengthen
5. Δώστε μια υγιή ελαστικότητα στο
- "Ας τονώσουμε τους μυς μας"
- συνώνυμο:
- τόνος ,
- τονίζω ,
- ενισχύω