Translation meaning & definition of the word "ton" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ton
[Τόνος]/tən/
noun
1. A united states unit of weight equivalent to 2000 pounds
- synonym:
- short ton ,
- ton ,
- net ton
1. Μια μονάδα βάρους των ηνωμένων πολιτειών ισοδύναμη με 2000 λίβρες
- συνώνυμο:
- κοντός τόνος ,
- τόνος ,
- καθαρός τόνος
2. A british unit of weight equivalent to 2240 pounds
- synonym:
- long ton ,
- ton ,
- gross ton
2. Μια βρετανική μονάδα βάρους ισοδύναμη με 2240 λίβρες
- συνώνυμο:
- μακρύς τόνος ,
- τόνος ,
- ακαθάριστος τόνος
Examples of using
I'm a vegetarian who eats a ton of meat.
Είμαι χορτοφάγος που τρώει έναν τόνο κρέατος.
It looks like a ton of people know her.
Φαίνεται πως ένας τόνος ανθρώπων την γνωρίζει.
This box weighs a ton. What's inside?
Αυτό το κουτί ζυγίζει έναν τόνο. Τι είναι μέσα?