Translation meaning & definition of the word "tome" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tome
[Τόμο]/toʊm/
noun
1. A (usually) large and scholarly book
- synonym:
- tome
1. Ένα (συνήθως) μεγάλο και επιστημονικό βιβλίο
- συνώνυμο:
- τόμο