Translation meaning & definition of the word "tomcat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τομκάτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tomcat
[Τομάτα]/tɑmkæt/
noun
1. Male cat
- synonym:
- tom ,
- tomcat
1. Αρσενική γάτα
- συνώνυμο:
- τομ ,
- τομκ
Examples of using
I know a little tomcat that speaks Lithuanian.
Γνωρίζω ένα μικρό τομάτα που μιλάει λιθουανικά.
I have a tomcat.
Έχω ένα τομάτα.
Peter is buying a tomcat.
Ο Πέτρος αγοράζει ένα τομάτα.