Translation meaning & definition of the word "tomboy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τομπόι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tomboy
[Τομπόι]/tɑmbɔɪ/
noun
1. A girl who behaves in a boyish manner
- synonym:
- tomboy ,
- romp ,
- hoyden
1. Ένα κορίτσι που συμπεριφέρεται με παιδικό τρόπο
- συνώνυμο:
- ταφόπλοιων ,
- ανακατώνω ,
- χόιντεν
Examples of using
Mary is a tomboy.
Η Μαρία είναι ταφόπλακας.
My daughter is a tomboy.
Η κόρη μου είναι ταφόπλακας.
My daughter is a tomboy.
Η κόρη μου είναι ταφόπλακας.