Translation meaning & definition of the word "toller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόλερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toller
[Τόλερ]/toʊlər/
noun
1. A person who rings church bells (as for summoning the congregation)
- synonym:
- toller ,
- bell ringer ,
- ringer
1. Ένα πρόσωπο που χτυπάει κουδούνια της εκκλησίας (ας για την κλήση της εκκλησίας)
- συνώνυμο:
- τολίζων ,
- κουδούνι ,
- περιπλανώμενοσ
2. Someone employed to collect tolls
- synonym:
- tollkeeper ,
- tollman ,
- tollgatherer ,
- toll collector ,
- toll taker ,
- toll agent ,
- toller
2. Κάποιος που εργάζεται για τη συλλογή διοδίων
- συνώνυμο:
- τιμολογητήσ ,
- φόρουμ ,
- συλλέκτης διοδίων ,
- λήπτης διοδίων ,
- πράκτορας διοδίων ,
- τολίζων