Translation meaning & definition of the word "toleration" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανάδειξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toleration
[Ανατολή]/tɑləreʃən/
noun
1. A disposition to tolerate or accept people or situations
- "All people should practice toleration and live together in peace"
- synonym:
- toleration ,
- acceptance ,
- sufferance
1. Διάθεση να ανεχτούμε ή να δεχτούμε ανθρώπους ή καταστάσεις
- "Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ασκούν ανελευθέρωση και να ζουν μαζί ειρηνικά"
- συνώνυμο:
- ανεκτικότητα ,
- αποδοχή ,
- υποφέρουν
2. Official recognition of the right of individuals to hold dissenting opinions (especially in religion)
- synonym:
- toleration
2. Επίσημη αναγνώριση του δικαιώματος των ατόμων να κατέχουν διαφωνούσες απόψεις (ειδικά στη θρησκεία)
- συνώνυμο:
- ανεκτικότητα