Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tolerant" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεκτικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tolerant

[Ανεκτικός]
/tɑlərənt/

adjective

1. Showing respect for the rights or opinions or practices of others

    synonym:
  • tolerant

1. Σεβασμός των δικαιωμάτων ή των απόψεων ή των πρακτικών των άλλων

    συνώνυμο:
  • ανεκτικός

2. Tolerant and forgiving under provocation

  • "Our neighbor was very kind about the window our son broke"
    synonym:
  • kind
  • ,
  • tolerant

2. Ανεκτικός και συγχωρητικός υπό πρόκληση

  • "Ο γείτονάς μας ήταν πολύ ευγενικός με το παράθυρο που έσπασε ο γιος μας"
    συνώνυμο:
  • καλόσ
  • ,
  • ανεκτικός

3. Showing or characterized by broad-mindedness

  • "A broad political stance"
  • "Generous and broad sympathies"
  • "A liberal newspaper"
  • "Tolerant of his opponent's opinions"
    synonym:
  • broad
  • ,
  • large-minded
  • ,
  • liberal
  • ,
  • tolerant

3. Εμφάνιση ή χαρακτηρίζεται από ευρεία πνευματικότητα

  • "Ευρεία πολιτική στάση"
  • "Γενναίες και ευρείες συμπάθειες"
  • "Φιλελεύθερη εφημερίδα"
  • "Ανεκτικός στις απόψεις του αντιπάλου"
    συνώνυμο:
  • ευρύς
  • ,
  • μεγάλοσ πνεύματοσ
  • ,
  • φιλελεύθερος
  • ,
  • ανεκτικός

4. Able to tolerate environmental conditions or physiological stress

  • "The plant is tolerant of saltwater"
  • "These fish are quite tolerant as long as extremes of ph are avoided"
  • "The new hybrid is more resistant to drought"
    synonym:
  • tolerant
  • ,
  • resistant

4. Ικανός να ανεχθεί τις περιβαλλοντικές συνθήκες ή το φυσιολογικό στρες

  • "Το φυτό είναι ανεκτικό στο θαλασσινό νερό"
  • "Αυτά τα ψάρια είναι αρκετά ανεκτικά όσο αποφεύγονται τα άκρα του ρη"
  • "Το νέο υβρίδιο είναι πιο ανθεκτικό στην ξηρασία"
    συνώνυμο:
  • ανεκτικός
  • ,
  • ανθεκτικός

5. Showing the capacity for endurance

  • "Injustice can make us tolerant and forgiving"
  • "A man patient of distractions"
    synonym:
  • tolerant
  • ,
  • patient of

5. Εμφάνιση της ικανότητας για αντοχή

  • "Η αδικία μπορεί να μας κάνει ανεκτικούς και συγχωρητικούς"
  • "Ένας άνθρωπος ασθενής των περισπασμών"
    συνώνυμο:
  • ανεκτικός
  • ,
  • υπομονετικός

Examples of using

Tom is very tolerant in his attitude toward religion.
Ο Τομ είναι πολύ ανεκτικός στη στάση του απέναντι στη θρησκεία.
Be tolerant.
Να είστε ανεκτικοί.