Translation meaning & definition of the word "tolerable" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ανεκτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tolerable
[Ανεκτόσ]/tɑlərəbəl/
adjective
1. Capable of being borne or endured
- "The climate is at least tolerable"
- synonym:
- tolerable
1. Ικανός να αναληφθεί ή να υπομείνει
- "Το κλίμα είναι τουλάχιστον ανεκτό"
- συνώνυμο:
- ανεκτόσ
2. About average
- Acceptable
- "More than adequate as a secretary"
- synonym:
- adequate ,
- passable ,
- fair to middling ,
- tolerable
2. Περίπου κατά μέσο όρο
- Αποδεκτός
- "Περισσότερο από επαρκής ως γραμματέας"
- συνώνυμο:
- επαρκής ,
- βατόσ ,
- δίκαιο έως μεσαίο ,
- ανεκτόσ