Translation meaning & definition of the word "toiling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δακτυλογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toiling
[Κολακεύω]/tɔɪlɪŋ/
adjective
1. Doing arduous or unpleasant work
- "Drudging peasants"
- "The bent backs of laboring slaves picking cotton"
- "Toiling coal miners in the black deeps"
- synonym:
- drudging ,
- laboring ,
- labouring ,
- toiling
1. Κάνοντας επίπονη ή δυσάρεστη δουλειά
- "Παραβιάζοντας αγρότες"
- "Οι λυγισμένες πλάτες των εργαζόμενων σκλάβων που μαζεύουν βαμβάκι"
- "Αργυροί ανθρακωρύχοι στα μαύρα βάθη"
- συνώνυμο:
- παρασυρόμενοσ ,
- εργασία ,
- τουαλέτα