Translation meaning & definition of the word "toil" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δολάριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toil
[Κοπανίζω]/tɔɪl/
noun
1. Productive work (especially physical work done for wages)
- "His labor did not require a great deal of skill"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- toil
1. Παραγωγική εργασία (ειδικά σωματική εργασία για τους μισθούς)
- "Η εργασία του δεν απαιτούσε πολλές ικανότητες"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- πειράζω
verb
1. Work hard
- "She was digging away at her math homework"
- "Lexicographers drudge all day long"
- synonym:
- labor ,
- labour ,
- toil ,
- fag ,
- travail ,
- grind ,
- drudge ,
- dig ,
- moil
1. Δουλεύω σκληρά
- "Έσκαφε τα μαθηματικά της εργασίας"
- "Οι λεξικογράφοι παρασύρονται όλη μέρα"
- συνώνυμο:
- εργασία ,
- πειράζω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- τραβέρσα ,
- αλείφω ,
- παρασυρόμενοσ ,
- σκάβω ,
- παρακινώ
Examples of using
I have nothing to offer but blood, toil, tears and sweat.
Δεν έχω τίποτα να προσφέρω, παρά μόνο αίμα, κόπο, δάκρυα και ιδρώτα.