Translation meaning & definition of the word "toga" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόγκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toga
[Τόγκα]/toʊgə/
noun
1. A one-piece cloak worn by men in ancient rome
- synonym:
- toga
1. Ένας μανδύας ενός κομματιού που φοριέται από τους άνδρες στην αρχαία ρώμη
- συνώνυμο:
- τόγκα