Translation meaning & definition of the word "tofu" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τόφου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tofu
[Τόφου]/toʊfu/
noun
1. Cheeselike food made of curdled soybean milk
- synonym:
- bean curd ,
- tofu
1. Τρόφιμα τυροκομικά φτιαγμένα από γάλα σόγιας
- συνώνυμο:
- φασόλι περιτύλιγμα ,
- τόφου
Examples of using
Do you like tofu?
Σας αρέσει το τόφου?