Translation meaning & definition of the word "toe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόδι" στην ελληνική γλώσσα
Toe
[Δαχτυλίδι]noun
1. One of the digits of the foot
- synonym:
- toe
1. Ένα από τα ψηφία του ποδιού
- συνώνυμο:
- πόδι
2. The part of footwear that provides a covering for the toes
- synonym:
- toe
2. Το μέρος των υποδημάτων που παρέχει μια κάλυψη για τα δάχτυλα των ποδιών
- συνώνυμο:
- πόδι
3. Forepart of a hoof
- synonym:
- toe
3. Πρόσθιο μέρος μιας οπλής
- συνώνυμο:
- πόδι
4. (golf) the part of a clubhead farthest from the shaft
- synonym:
- toe
4. (γκολφ) το τμήμα ενός κλαμπ πιο μακριά από τον άξονα
- συνώνυμο:
- πόδι
verb
1. Walk so that the toes assume an indicated position or direction
- "She toes inwards"
- synonym:
- toe
1. Περπατήστε έτσι ώστε τα δάχτυλα των ποδιών να πάρουν μια υποδεικνυόμενη θέση ή κατεύθυνση
- "Τα δάχτυλα των ποδιών προς τα μέσα"
- συνώνυμο:
- πόδι
2. Drive obliquely
- "Toe a nail"
- synonym:
- toe ,
- toenail
2. Οδηγήστε λοξά
- "Πάρε ένα καρφί"
- συνώνυμο:
- πόδι ,
- περιποίηση
3. Hit (a golf ball) with the toe of the club
- synonym:
- toe
3. Χτύπησε (α γκολφ μπαλ) με το δάχτυλο του κλαμπ
- συνώνυμο:
- πόδι
4. Drive (a golf ball) with the toe of the club
- synonym:
- toe
4. Οδηγήστε (α γκολφ μπαλ) με το δάχτυλο του κλαμπ
- συνώνυμο:
- πόδι
5. Touch with the toe
- synonym:
- toe
5. Αγγίξτε με το δάχτυλο του ποδιού
- συνώνυμο:
- πόδι