Translation meaning & definition of the word "toddler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toddler
[Καταπατώ]/tɑdlər/
noun
1. A young child
- synonym:
- toddler ,
- yearling ,
- tot ,
- bambino
1. Ένα μικρό παιδί
- συνώνυμο:
- μικρό παιδί ,
- λαχτάρα ,
- τετραγωνίζω ,
- μπαμπίνο