Translation meaning & definition of the word "toboggan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τομπογκάν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toboggan
[Τομπόγκαν]/təbɑgən/
noun
1. A long narrow sled without runners
- Boards curve upward in front
- synonym:
- toboggan
1. Ένα μακρύ στενό έλκηθρο χωρίς δρομείς
- Καμπύλη πινάκων προς τα πάνω προς τα εμπρός
- συνώνυμο:
- τομπόγκαν
verb
1. Move along on a luge or toboggan
- synonym:
- toboggan ,
- luge
1. Μετακινηθείτε μαζί σε ένα τεράστιο ή καπνογόνο
- συνώνυμο:
- τομπόγκαν ,
- λουλούδι