Translation meaning & definition of the word "toaster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τοστιέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toaster
[Τοστιέρα]/toʊstər/
noun
1. Someone who proposes a toast
- Someone who drinks to the health of success of someone or some venture
- synonym:
- toaster ,
- wassailer
1. Κάποιος που προτείνει ένα τοστ
- Κάποιος που πίνει για την υγεία της επιτυχίας κάποιου ή κάποιου εγχειρήματος
- συνώνυμο:
- τοστιέρα ,
- ναύτησ
2. A kitchen appliance (usually electric) for toasting bread
- synonym:
- toaster
2. Μια συσκευή κουζίνας (συνήθως ηλεκτρικό) για το ψήσιμο ψωμιού
- συνώνυμο:
- τοστιέρα
Examples of using
She has broken the toaster again.
Έχει σπάσει τη φρυγανιέρα και πάλι.