Translation meaning & definition of the word "toad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φόρτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Toad
[Φρύνω]/toʊd/
noun
1. Any of various tailless stout-bodied amphibians with long hind limbs for leaping
- Semiaquatic and terrestrial species
- synonym:
- frog ,
- toad ,
- toad frog ,
- anuran ,
- batrachian ,
- salientian
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα αμφίβια με πόδια χωρίς πόδια με μακριά οπίσθια άκρα για άλματα
- Ημι-υδρόβια και χερσαία είδη
- συνώνυμο:
- βάτραχος ,
- τοά ,
- βάτραχος του τοάντ ,
- ανουράν ,
- μπατραχίας ,
- σαλιεντία