Translation meaning & definition of the word "titular" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τίτλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Titular
[Τιτλοφόρα]/tɪʧələr/
adjective
1. Of or relating to a legal title to something
- "Titulary rights"
- synonym:
- titular ,
- titulary
1. Από ή σχετικά με έναν νομικό τίτλο σε κάτι
- "Τιτλικά δικαιώματα"
- συνώνυμο:
- τιτλοφόρα ,
- τιτλοδότησησ
2. Of or bearing a title signifying status or function
- "Of titular rank"
- synonym:
- titular
2. Από ή που φέρει έναν τίτλο που σημαίνει κατάσταση ή συνάρτηση
- "Τίτλος της τίτλου"
- συνώνυμο:
- τιτλοφόρα
3. Of or pertaining to the title of a work of art
- "Performed well in the titular (or title) role"
- "The titular theme of the book"
- synonym:
- titular
3. Από ή σχετικά με τον τίτλο ενός έργου τέχνης
- "Παρατηρήθηκε καλά στον τίτλο ( ρόλο"
- "Το τίτλο θέμα του βιβλίου"
- συνώνυμο:
- τιτλοφόρα
4. Of or associated with or bearing a title signifying nobility
- "Titular dignitaries"
- synonym:
- titular
4. Από ή σχετίζονται με ή φέρουν έναν τίτλο που σημαίνει ευγένεια
- "Τίτλοι αξιωματούχοι"
- συνώνυμο:
- τιτλοφόρα
5. Existing in name only
- "The nominal (or titular) head of his party"
- synonym:
- nominal ,
- titular
5. Υπάρχουν μόνο στο όνομα
- "Ο ονομαστικός ( ή τιτλουσιδικός επικεφαλής του κόμματός του"
- συνώνυμο:
- ονομαστικός ,
- τιτλοφόρα