Translation meaning & definition of the word "title" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τίτλος" στην ελληνική γλώσσα
Title
[Τίτλος]noun
1. A heading that names a statute or legislative bill
- May give a brief summary of the matters it deals with
- "Title 8 provided federal help for schools"
- synonym:
- title ,
- statute title ,
- rubric
1. Μια επικεφαλίδα που ονομάζει καταστατικό ή νομοθετικό νομοσχέδιο
- Μπορεί να δώσει μια σύντομη περίληψη των θεμάτων με τα οποία ασχολείται
- "Ο τίτλος 8 παρείχε ομοσπονδιακή βοήθεια στα σχολεία"
- συνώνυμο:
- τίτλος ,
- τίτλος του καταστατικού ,
- ρουμπρίκη
2. The name of a work of art or literary composition etc.
- "He looked for books with the word `jazz' in the title"
- "He refused to give titles to his paintings"
- "I can never remember movie titles"
- synonym:
- title
2. Το όνομα ενός έργου τέχνης ή λογοτεχνικής σύνθεσης κ.λπ.
- "Αναζήτησε βιβλία με τη λέξη `τζαζ' στον τίτλο"
- "Αρνήθηκε να δώσει τίτλους στους πίνακές του"
- "Δεν θυμάμαι ποτέ τίτλους ταινιών"
- συνώνυμο:
- τίτλος
3. A general or descriptive heading for a section of a written work
- "The novel had chapter titles"
- synonym:
- title
3. Γενική ή περιγραφική επικεφαλίδα για τμήμα γραπτής εργασίας
- "Το μυθιστόρημα είχε τίτλους κεφαλαίων"
- συνώνυμο:
- τίτλος
4. The status of being a champion
- "He held the title for two years"
- synonym:
- championship ,
- title
4. Το καθεστώς του να είσαι πρωταθλητής
- "Είχε τον τίτλο για δύο χρόνια"
- συνώνυμο:
- πρωτάθλημα ,
- τίτλος
5. A legal document signed and sealed and delivered to effect a transfer of property and to show the legal right to possess it
- "He signed the deed"
- "He kept the title to his car in the glove compartment"
- synonym:
- deed ,
- deed of conveyance ,
- title
5. Ένα νομικό έγγραφο που υπογράφεται και σφραγίζεται και παραδίδεται για να πραγματοποιήσει μεταβίβαση ακινήτου και να το κατέχει
- "Υπέγραψε την πράξη"
- "Κρατούσε τον τίτλο του αυτοκινήτου του στο διαμέρισμα των γαντιών"
- συνώνυμο:
- πράξη ,
- πράξη μεταφοράς ,
- τίτλος
6. An identifying appellation signifying status or function: e.g. `mr.' or `general'
- "The professor didn't like his friends to use his formal title"
- synonym:
- title ,
- title of respect ,
- form of address
6. Μια αναγνωριστική ονομασία που σημαίνει κατάσταση ή λειτουργία: π.χ. `μρ.' ή `γενικά'
- "Ο καθηγητής δεν ήθελε τους φίλους του να χρησιμοποιούν τον τίτλο του"
- συνώνυμο:
- τίτλος ,
- τίτλος σεβασμού ,
- μορφή διεύθυνσης
7. An established or recognized right
- "A strong legal claim to the property"
- "He had no documents confirming his title to his father's estate"
- "He staked his claim"
- synonym:
- title ,
- claim
7. Καθιερωμένο ή αναγνωρισμένο δικαίωμα
- "Μια ισχυρή νομική αξίωση για την ιδιοκτησία"
- "Δεν είχε κανένα έγγραφο που να επιβεβαιώνει τον τίτλο του στο κτήμα του πατέρα του"
- "Απάντησε στον ισχυρισμό του"
- συνώνυμο:
- τίτλος ,
- ισχυρισμός
8. (usually plural) written material introduced into a movie or tv show to give credits or represent dialogue or explain an action
- "The titles go by faster than i can read"
- synonym:
- title
8. (συνήθως πολυ) γραπτό υλικό εισήχθη σε μια ταινία ή τηλεοπτική εκπομπή για να δώσει πιστώσεις ή να εκπροσωπήσει διάλογο ή να εξηγήσει δράση
- "Οι τίτλοι περνούν πιο γρήγορα από ό, τι μπορώ να διαβάσω"
- συνώνυμο:
- τίτλος
9. An appellation signifying nobility
- "`your majesty' is the appropriate title to use in addressing a king"
- synonym:
- title
9. Μια ονομασία που σημαίνει ευγένεια
- "Η μεγαλοπρέπειά σας είναι ο κατάλληλος τίτλος για να χρησιμοποιήσετε για να απευθυνθείτε σε έναν βασιλιά"
- συνώνυμο:
- τίτλος
10. An informal right to something
- "His claim on her attentions"
- "His title to fame"
- synonym:
- claim ,
- title
10. Ένα ανεπίσημο δικαίωμα σε κάτι
- "Διεκδικείται για τις προσοχές της"
- "Ο τίτλος του στη φήμη"
- συνώνυμο:
- ισχυρισμός ,
- τίτλος
verb
1. Give a title to
- synonym:
- entitle ,
- title
1. Δίνω τίτλο σε
- συνώνυμο:
- δικαίωμα ,
- τίτλος
2. Designate by an identifying term
- "They styled their nation `the confederate states'"
- synonym:
- style ,
- title
2. Ορίστε με έναν όρο αναγνώρισης
- "Στυλιζαν το έθνος τους `οι συνομόσπονδες πολιτείες'"
- συνώνυμο:
- στυλ ,
- τίτλος