Translation meaning & definition of the word "tithe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δηλαδή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tithe
[Τίτε]/taɪð/
noun
1. A levy of one tenth of something
- synonym:
- tithe
1. Μια εισφορά του ενός δέκατου από κάτι
- συνώνυμο:
- τίτλος
2. An offering of a tenth part of some personal income
- synonym:
- tithe
2. Μια προσφορά του δέκατου μέρους κάποιου προσωπικού εισοδήματος
- συνώνυμο:
- τίτλος
verb
1. Exact a tithe from
- "The church was tithed"
- synonym:
- tithe
1. Ακριβής τίτλος από
- "Η εκκλησία είχε τίτλο"
- συνώνυμο:
- τίτλος
2. Levy a tithe on (produce or a crop)
- "The wool was tithed"
- synonym:
- tithe
2. Εισφέρετε έναν τίτλο σε (παραγωγή ή ένα φυτώριο)
- "Το μαλλί είχε τίτλο"
- συνώνυμο:
- τίτλος
3. Pay one tenth of
- Pay tithes on, especially to the church
- "He tithed his income to the church"
- synonym:
- tithe
3. Πληρώστε το ένα δέκατο του
- Πληρώστε τίτλους, ειδικά στην εκκλησία
- "Τίτλος το εισόδημά του στην εκκλησία"
- συνώνυμο:
- τίτλος
4. Pay a tenth of one's income, especially to the church
- "Although she left the church officially, she still tithes"
- synonym:
- tithe
4. Πληρώστε το ένα δέκατο του εισοδήματος, ειδικά στην εκκλησία
- "Αν και εγκατέλειψε επίσημα την εκκλησία, εξακολουθεί να βάζει τίτλους"
- συνώνυμο:
- τίτλος