Translation meaning & definition of the word "titanium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τιτάνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Titanium
[Τιτάνιο]/taɪteniəm/
noun
1. A light strong grey lustrous corrosion-resistant metallic element used in strong lightweight alloys (as for airplane parts)
- The main sources are rutile and ilmenite
- synonym:
- titanium ,
- Ti ,
- atomic number 22
1. Ένα ελαφρύ γκρι λαμπερό ανθεκτικό στη διάβρωση μεταλλικό στοιχείο που χρησιμοποιείται στα ισχυρά ελαφριά κράματα ( για τα μέρη αεροπλάνου)
- Οι κύριες πηγές είναι ρουτίλιο και ιλμενίτη
- συνώνυμο:
- τιτάνιο ,
- Τι ,
- ατομικός αριθμός 22
Examples of using
This handmade Italian-made titanium bicycle is terribly light.
Αυτό το χειροποίητο ιταλικό ποδήλατο τιτανίου είναι τρομερά ελαφρύ.