Translation meaning & definition of the word "tissue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιστός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tissue
[Ιστός]/tɪsju/
noun
1. Part of an organism consisting of an aggregate of cells having a similar structure and function
- synonym:
- tissue
1. Μέρος ενός οργανισμού που αποτελείται από ένα σύνολο κυττάρων με παρόμοια δομή και λειτουργία
- συνώνυμο:
- ιστός
2. A soft thin (usually translucent) paper
- synonym:
- tissue ,
- tissue paper
2. Ένα μαλακό λεπτό (συνήθως ημιδιαφανές χαρτί
- συνώνυμο:
- ιστός ,
- χαρτί υψηλού επιπέδου
verb
1. Create a piece of cloth by interlacing strands of fabric, such as wool or cotton
- "Tissue textiles"
- synonym:
- weave ,
- tissue
1. Δημιουργήστε ένα κομμάτι ύφασμα με την εναλλαγή των κλώνων του υφάσματος, όπως το μαλλί ή το βαμβάκι
- "Υφάσματα ιστού"
- συνώνυμο:
- ύφανση ,
- ιστός