Translation meaning & definition of the word "tiredness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουρασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tiredness
[Κόπωση]/taɪərdnɪs/
noun
1. Temporary loss of strength and energy resulting from hard physical or mental work
- "He was hospitalized for extreme fatigue"
- "Growing fatigue was apparent from the decline in the execution of their athletic skills"
- "Weariness overcame her after twelve hours and she fell asleep"
- synonym:
- fatigue ,
- weariness ,
- tiredness
1. Προσωρινή απώλεια δύναμης και ενέργειας που προκύπτει από σκληρή σωματική ή πνευματική εργασία
- "Νοσηλεύτηκε για εξαιρετική κόπωση"
- "Η αυξανόμενη κόπωση ήταν εμφανής από τη μείωση της εκτέλεσης των αθλητικών δεξιοτήτων τους"
- "Η ενδυμασία την ξεπέρασε μετά από δώδεκα ώρες και αποκοιμήθηκε"
- συνώνυμο:
- κόπωση ,
- φθειρότητα