Translation meaning & definition of the word "tire" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "λάστιχο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tire
[Ελαστικό]/taɪər/
noun
1. Hoop that covers a wheel
- "Automobile tires are usually made of rubber and filled with compressed air"
- synonym:
- tire ,
- tyre
1. Στεφάνι που καλύπτει έναν τροχό
- "Τα ελαστικά αυτοκινήτων είναι συνήθως κατασκευασμένα από καουτσούκ και γεμάτα με πεπιεσμένο αέρα"
- συνώνυμο:
- ελαστικό
verb
1. Lose interest or become bored with something or somebody
- "I'm so tired of your mother and her complaints about my food"
- synonym:
- tire ,
- pall ,
- weary ,
- fatigue ,
- jade
1. Χάστε το ενδιαφέρον σας ή βαρεθείτε με κάτι ή κάποιον
- "Είμαι τόσο κουρασμένος από τη μητέρα σου και τα παράπονά της για το φαγητό μου"
- συνώνυμο:
- ελαστικό ,
- παλαί ,
- κουρασμένος ,
- κόπωση ,
- νεφρίτης
2. Exhaust or get tired through overuse or great strain or stress
- "We wore ourselves out on this hike"
- synonym:
- tire ,
- wear upon ,
- tire out ,
- wear ,
- weary ,
- jade ,
- wear out ,
- outwear ,
- wear down ,
- fag out ,
- fag ,
- fatigue
2. Εξάτμιση ή να κουραστούν μέσω της υπερβολικής χρήσης ή της μεγάλης καταπόνησης ή στρες
- "Φθείραμε τους εαυτούς μας σε αυτή την πεζοπορία"
- συνώνυμο:
- ελαστικό ,
- φθείρω ,
- κουράζω ,
- φοράω ,
- κουρασμένος ,
- νεφρίτης ,
- εξωτερική ενδυμασία ,
- βγάζω πόδι ,
- φαγητό ,
- κόπωση
3. Deplete
- "Exhaust one's savings"
- "We quickly played out our strength"
- synonym:
- run down ,
- exhaust ,
- play out ,
- sap ,
- tire
3. Εξαντλώ
- "Εξάντληση των αποταμιεύσεών του"
- "Παίξαμε γρήγορα τις δυνάμεις μας"
- συνώνυμο:
- τρέχω κάτω ,
- εξάτμιση ,
- παίζω ,
- sap ,
- ελαστικό
4. Cause to be bored
- synonym:
- bore ,
- tire
4. Αιτία να βαρεθεί
- συνώνυμο:
- βαρύνω ,
- ελαστικό
Examples of using
Pump up the tire.
Αντλήστε το ελαστικό.
I need a jack to change my tire.
Χρειάζομαι έναν γρύλο για να αλλάξω το λάστιχο μου.
This truck has a flat tire.
Αυτό το φορτηγό έχει σκασμένο λάστιχο.