Translation meaning & definition of the word "tiptoe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τίπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tiptoe
[Τίπου]/tɪptoʊ/
noun
1. The tip of a toe
- synonym:
- tiptoe
1. Η άκρη ενός δακτύλου
- συνώνυμο:
- τίπου
verb
1. Walk on one's toes
- synonym:
- tiptoe ,
- tip ,
- tippytoe
1. Περπατήστε στα δάχτυλα των ποδιών κάποιου
- συνώνυμο:
- τίπου ,
- συμβουλή ,
- τιπύτων
adjective
1. Walking on the tips of ones's toes so as to make no noise
- "Moving with tiptoe steps"
- synonym:
- tiptoe
1. Περπατώντας στις άκρες των δακτύλων των ποδιών τους, έτσι ώστε να μην κάνει θόρυβο
- "Κινούμενος με τα βήματα των πτερυγίων"
- συνώνυμο:
- τίπου
adverb
1. On tiptoe or as if on tiptoe
- "Standing tiptoe"
- synonym:
- tiptoe
1. Στο τιπό ή σαν να είναι στη μύτη
- "Σταθερό τίπο"
- συνώνυμο:
- τίπου
Examples of using
I walked on tiptoe so as not to wake the baby.
Περπάτησα στη μύτη για να μην ξυπνήσω το μωρό.