Translation meaning & definition of the word "tipsy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσιγγάνος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tipsy
[Ανόητοσ]/tɪpsi/
adjective
1. Slightly intoxicated
- synonym:
- potty ,
- tiddly ,
- tipsy
1. Ελαφρώς μεθυσμένος
- συνώνυμο:
- ασήμαντοσ ,
- απαλά ,
- απαλός
2. Unstable and prone to tip as if intoxicated
- "A tipsy boat"
- synonym:
- tipsy
2. Ασταθής και επιρρεπής στην άκρη σαν να είναι μεθυσμένος
- "Ένα απαίσιο σκάφος"
- συνώνυμο:
- απαλός
Examples of using
I'm a bit tipsy.
Είμαι λίγο ανατριχιαστικός.
He's a bit tipsy.
Είναι λίγο ανεπαίσθητος.
I'm a bit tipsy.
Είμαι λίγο ανατριχιαστικός.