Translation meaning & definition of the word "tippet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τίπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tippet
[Τεπέτα]/tɪpət/
noun
1. A woman's fur shoulder cape with hanging ends
- Often consisting of the whole fur of a fox or marten
- synonym:
- tippet
1. Γούνινο ακρωτήριο ώμου μιας γυναίκας με κρεμαστά άκρα
- Συχνά αποτελείται από ολόκληρη τη γούνα μιας αλεπούς ή ενός μάρτεν
- συνώνυμο:
- τιπέτα