Translation meaning & definition of the word "tint" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "απόχρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tint
[Απόχρωση]/tɪnt/
noun
1. A quality of a given color that differs slightly from another color
- "After several trials he mixed the shade of pink that she wanted"
- synonym:
- shade ,
- tint ,
- tincture ,
- tone
1. Μια ποιότητα ενός δεδομένου χρώματος που διαφέρει ελαφρώς από ένα άλλο χρώμα
- "Μετά από αρκετές δοκιμές ανακάτεψε την απόχρωση του ροζ που ήθελε"
- συνώνυμο:
- σκιά ,
- απόχρωση ,
- βάμμα ,
- τόνος
verb
1. Color lightly
- "Her greying hair was tinged blond"
- "The leaves were tinged red in november"
- synonym:
- tint ,
- tinct ,
- tinge ,
- touch
1. Χρώμα ελαφρά
- "Τα μαλλιά της ήταν ξανθά"
- "Τα φύλλα ήταν κόκκινα τον νοέμβριο"
- συνώνυμο:
- απόχρωση ,
- βάμμα ,
- τσούζω ,
- αφή