Translation meaning & definition of the word "tinkle" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "μπλοκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tinkle
[Καλαμάκι]/tɪŋkəl/
noun
1. A light clear metallic sound as of a small bell
- synonym:
- ting ,
- tinkle
1. Ένας ελαφρύς καθαρός μεταλλικός ήχος ως ένα μικρό κουδούνι
- συνώνυμο:
- τσιρίζω ,
- τίνκλα
verb
1. Make or emit a high sound
- "Tinkling bells"
- synonym:
- tinkle ,
- tink ,
- clink ,
- chink
1. Κάντε ή εκπέμπετε έναν υψηλό ήχο
- "Καμπάνες"
- συνώνυμο:
- τίνκλα ,
- τσινγκ ,
- κλινγκ