Translation meaning & definition of the word "tinkerer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tinkerer
[Καλαφατίζων]/tɪŋkərər/
noun
1. An unskilled person who tries to fix or mend
- synonym:
- tinkerer ,
- fiddler
1. Ένα ανειδίκευτο άτομο που προσπαθεί να διορθώσει ή να επιδιορθώσει
- συνώνυμο:
- τελειοποιών ,
- παραπονιάρησ
2. A person who enjoys fixing and experimenting with machines and their parts
- synonym:
- tinker ,
- tinkerer
2. Ένα άτομο που απολαμβάνει τον καθορισμό και τον πειραματισμό με τις μηχανές και τα μέρη τους
- συνώνυμο:
- τίνκερ ,
- τελειοποιών