Translation meaning & definition of the word "tinker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τίνκερ" στην ελληνική γλώσσα
Tinker
[Καλαμπόκι]noun
1. A person who enjoys fixing and experimenting with machines and their parts
- synonym:
- tinker ,
- tinkerer
1. Ένα άτομο που απολαμβάνει τον καθορισμό και τον πειραματισμό με τις μηχανές και τα μέρη τους
- συνώνυμο:
- τίνκερ ,
- τελειοποιών
2. Formerly a person (traditionally a gypsy) who traveled from place to place mending pots and kettles and other metal utensils as a way to earn a living
- synonym:
- tinker
2. Παλαιότερα ένα άτομο (παραδοσιακά ένα τσιγγάνικο που ταξίδευε από τόπο σε τόπο επιδιόρθωσης γλάστρες και βραστήρες και άλλα μεταλλικά
- συνώνυμο:
- τίνκερ
3. Small mackerel found nearly worldwide
- synonym:
- chub mackerel ,
- tinker ,
- Scomber japonicus
3. Μικρό σκουμπρί βρέθηκε σχεδόν παγκοσμίως
- συνώνυμο:
- σαφρίδι ,
- τίνκερ ,
- Σκαμπέρ ιαπωνικό
verb
1. Do random, unplanned work or activities or spend time idly
- "The old lady is usually mucking about in her little house"
- synonym:
- putter ,
- mess around ,
- potter ,
- tinker ,
- monkey ,
- monkey around ,
- muck about ,
- muck around
1. Κάντε τυχαία, μη προγραμματισμένη εργασία ή δραστηριότητες ή περάστε αδρανή χρόνο
- "Η ηλικιωμένη κυρία συνήθως περιπλανιέται στο μικρό της σπίτι"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ανακατώ ,
- αγγειοπλάστησ ,
- τίνκερ ,
- μαϊμού ,
- μαϊμού γύρω ,
- περιπλανώμαι
2. Work as a tinker or tinkerer
- synonym:
- tinker
2. Εργαστείτε ως πειραματιστής ή εργάτης
- συνώνυμο:
- τίνκερ
3. Try to fix or mend
- "Can you tinker with the t.v. set--it's not working right"
- "She always fiddles with her van on the weekend"
- synonym:
- tinker ,
- fiddle
3. Προσπαθήστε να διορθώσετε ή να διορθώσετε
- "Μπορείτε να πειραματιστείτε με το σετ τ.β. - δεν λειτουργεί σωστά"
- "Πάντα ανακατεύεται με το φορτηγό της το σαββατοκύριακο"
- συνώνυμο:
- τίνκερ ,
- βιολί