Translation meaning & definition of the word "tingle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μονό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tingle
[Κουδούνισμα]/tɪŋgəl/
noun
1. An almost pleasurable sensation of fright
- "A frisson of surprise shot through him"
- synonym:
- frisson ,
- shiver ,
- chill ,
- quiver ,
- shudder ,
- thrill ,
- tingle
1. Μια σχεδόν ευχάριστη αίσθηση τρόμου
- "Ένας φαρισαίος έκπληξης πυροβολήθηκε μέσα από αυτόν"
- συνώνυμο:
- φρίσσον ,
- τρέμω ,
- ψύχρα ,
- τρεμοπαίζω ,
- τρέμων ,
- συγκίνηση ,
- τσούζω
2. A somatic sensation as from many tiny prickles
- synonym:
- prickling ,
- tingle ,
- tingling
2. Μια σωματική αίσθηση όπως από πολλές μικροσκοπικές ακίδες
- συνώνυμο:
- τσιμπώ ,
- τσούζω ,
- τσούξιμο
verb
1. Cause a stinging or tingling sensation
- synonym:
- tingle ,
- prickle
1. Προκαλέστε μια αίσθηση τσιμπήματος ή μυρμηγκιάσματος
- συνώνυμο:
- τσούζω ,
- τσιμπώ