Translation meaning & definition of the word "tinge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωγραφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tinge
[Τίνγκε]/tɪnʤ/
noun
1. A slight but appreciable amount
- "This dish could use a touch of garlic"
- synonym:
- touch ,
- hint ,
- tinge ,
- mite ,
- pinch ,
- jot ,
- speck ,
- soupcon
1. Ένα μικρό αλλά αξιόλογο ποσό
- "Αυτό το πιάτο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα άγγιγμα σκόρδου"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- υπόδειξη ,
- τσούζω ,
- ακάρεα ,
- τσίμπημα ,
- σημείωμα ,
- στίγμα ,
- σούπα
2. A pale or subdued color
- synonym:
- undertone ,
- tinge
2. Ένα ανοιχτό ή υποτονικό χρώμα
- συνώνυμο:
- αντιπροσωπεύω ,
- τσούζω
verb
1. Affect as in thought or feeling
- "My personal feelings color my judgment in this case"
- "The sadness tinged his life"
- synonym:
- tinge ,
- color ,
- colour ,
- distort
1. Επηρεάζει όπως στη σκέψη ή το συναίσθημα
- "Τα προσωπικά μου συναισθήματα χρωματίζουν την κρίση μου σε αυτή την περίπτωση"
- "Η θλίψη του τσίμπησε τη ζωή"
- συνώνυμο:
- τσούζω ,
- χρώμα ,
- στρεβλώνω
2. Color lightly
- "Her greying hair was tinged blond"
- "The leaves were tinged red in november"
- synonym:
- tint ,
- tinct ,
- tinge ,
- touch
2. Χρώμα ελαφρά
- "Τα μαλλιά της ήταν ξανθά"
- "Τα φύλλα ήταν κόκκινα τον νοέμβριο"
- συνώνυμο:
- απόχρωση ,
- βάμμα ,
- τσούζω ,
- αφή