Translation meaning & definition of the word "tine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεξαμενή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tine
[Κασσίτερος]/taɪn/
noun
1. Prong on a fork or pitchfork or antler
- synonym:
- tine
1. Στριφογυρίστε σε ένα πιρούνι ή περονοφόρο ή μυρμήγκι
- συνώνυμο:
- τίνε