Translation meaning & definition of the word "timothy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τιμόθυ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Timothy
[Τιμόθεο]/tɪməθi/
noun
1. Grass with long cylindrical spikes grown in northern united states and europe for hay
- synonym:
- timothy ,
- herd's grass ,
- Phleum pratense
1. Χόρτο με μακριές κυλινδρικές αιχμές που καλλιεργούνται στις βόρειες ηνωμένες πολιτείες και την ευρώπη για σανό
- συνώνυμο:
- τιμόθυ ,
- το γρασίδι του Κοπαδιού ,
- Πρατένσα φλέας
2. A disciple of saint paul who became the leader of the christian community at ephesus
- synonym:
- Timothy
2. Ένας μαθητής του αγίου παύλου που έγινε ο ηγέτης της χριστιανικής κοινότητας στην έφεσο
- συνώνυμο:
- Τιμόθεο
3. A grass grown for hay
- synonym:
- timothy
3. Ένα γρασίδι που καλλιεργείται για σανό
- συνώνυμο:
- τιμόθυ