Translation meaning & definition of the word "timing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικόνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Timing
[Χρονοδιάγραμμα]/taɪmɪŋ/
noun
1. The time when something happens
- synonym:
- timing
1. Η στιγμή που κάτι συμβαίνει
- συνώνυμο:
- χρονισμός
2. The regulation of occurrence, pace, or coordination to achieve a desired effect (as in music, theater, athletics, mechanics)
- synonym:
- timing
2. Η ρύθμιση της εμφάνισης, του ρυθμού ή του συντονισμού για να επιτευχθεί ένα επιθυμητό αποτέλεσμα (α στη μουσική, το θέατρο, τον αθλητισμό
- συνώνυμο:
- χρονισμός