Translation meaning & definition of the word "timetable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρονολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Timetable
[Χρονοδιάγραμμα]/taɪmtebəl/
noun
1. A schedule listing events and the times at which they will take place
- synonym:
- timetable
1. Ένα πρόγραμμα αναφοράς εκδηλώσεων και τις ώρες κατά τις οποίες θα πραγματοποιηθούν
- συνώνυμο:
- χρονοδιάγραμμα
2. A schedule of times of arrivals and departures
- synonym:
- timetable
2. Πρόγραμμα των ωρών αφίξεων και αναχωρήσεων
- συνώνυμο:
- χρονοδιάγραμμα
Examples of using
Do you have a timetable?
Έχετε χρονοδιάγραμμα?
The timetable was disrupted.
Το χρονοδιάγραμμα διακόπηκε.