Translation meaning & definition of the word "timer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρονικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Timer
[Χρονόμετρο]/taɪmər/
noun
1. A timepiece that measures a time interval and signals its end
- synonym:
- timer
1. Ένα ρολόι που μετρά ένα χρονικό διάστημα και σηματοδοτεί το τέλος του
- συνώνυμο:
- χρονόμετρο
2. (sports) an official who keeps track of the time elapsed
- synonym:
- timekeeper ,
- timer
2. (αθλητικό) ένας αξιωματούχος που παρακολουθεί το χρόνο που έχει παρέλθει
- συνώνυμο:
- χρονομέτρησ ,
- χρονόμετρο
3. A regulator that activates or deactivates a mechanism at set times
- synonym:
- timer
3. Ρυθμιστής που ενεργοποιεί ή απενεργοποιεί έναν μηχανισμό σε καθορισμένες ώρες
- συνώνυμο:
- χρονόμετρο
Examples of using
The button battery in the PC's internal timer has gone flat.
Η μπαταρία κουμπιών στο εσωτερικό χρονόμετρο του υπολογιστή έχει γίνει επίπεδη.