Translation meaning & definition of the word "timely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έγκαιρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Timely
[Έγκαιρα]/taɪmli/
adjective
1. Before a time limit expires
- "The timely filing of his income tax return"
- synonym:
- timely
1. Πριν λήξει η προθεσμία
- "Η έγκαιρη κατάθεση της δήλωσης φόρου εισοδήματος"
- συνώνυμο:
- έγκαιρος
2. Done or happening at the appropriate or proper time
- "A timely warning"
- "With timely treatment the patient has a good chance of recovery"
- "A seasonable time for discussion"
- "The book's publication was well timed"
- synonym:
- timely ,
- seasonable ,
- well-timed(a) ,
- well timed(p)
2. Να γίνει ή να συμβεί στην κατάλληλη ή κατάλληλη στιγμή
- "Επίκαιρη προειδοποίηση"
- "Με έγκαιρη θεραπεία ο ασθενής έχει καλές πιθανότητες ανάκαμψης"
- "Επίκαιρος χρόνος για συζήτηση"
- "Η έκδοση του βιβλίου ήταν καλά χρονομετρημένη"
- συνώνυμο:
- έγκαιρος ,
- επίκαιρος ,
- καλά-ιμη() ,
- καλά τιμετακρι()<TAG1>
adverb
1. At an opportune time
- "Your letter arrived apropos"
- synonym:
- seasonably ,
- timely ,
- well-timed ,
- apropos
1. Στον κατάλληλο χρόνο
- "Το γράμμα σου έφτασε στην απρόπο"
- συνώνυμο:
- εποχιακά ,
- έγκαιρος ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- απρόποσ
Examples of using
You must perform all assignments in a timely manner.
Πρέπει να εκτελέσετε όλες τις αναθέσεις εγκαίρως.