Translation meaning & definition of the word "timeless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεκτίμητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Timeless
[Διαχρονικός]/taɪmləs/
adjective
1. Unaffected by time
- "Few characters are so dateless as hamlet"
- "Helen's timeless beauty"
- synonym:
- dateless ,
- timeless
1. Δεν επηρεάζεται από το χρόνο
- "Οι λιγοστοί χαρακτήρες είναι τόσο ανεκτίμητοι όσο ο άμλετ"
- "Η διαχρονική ομορφιά της ελένης"
- συνώνυμο:
- ανεπαρκείστεσ ,
- διαχρονικός
Examples of using
This movie is indeed a timeless masterpiece.
Αυτή η ταινία είναι πράγματι ένα διαχρονικό αριστούργημα.
Islamic culture has given us majestic arches and soaring spires; timeless poetry and cherished music; elegant calligraphy and places of peaceful contemplation.
Ο ισλαμικός πολιτισμός μας έχει δώσει μεγαλοπρεπείς καμάρες και ανερχόμενα καρχαρίες, διαχρονική ποίηση και αγαπημένη μουσική, κομψή καλλιγραφία.