Translation meaning & definition of the word "tilt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλίση" στην ελληνική γλώσσα
Tilt
[Κλίση]noun
1. A combat between two mounted knights tilting against each other with blunted lances
- synonym:
- joust ,
- tilt
1. Μια μάχη ανάμεσα σε δύο ιππότες που γέρνουν ο ένας εναντίον του άλλου με αμβλύ λόγχες
- συνώνυμο:
- αναβρασμόσ ,
- κλίση
2. A contentious speech act
- A dispute where there is strong disagreement
- "They were involved in a violent argument"
- synonym:
- controversy ,
- contention ,
- contestation ,
- disputation ,
- disceptation ,
- tilt ,
- argument ,
- arguing
2. Μια αμφιλεγόμενη πράξη ομιλίας
- Μια διαφωνία όπου υπάρχει έντονη διαφωνία
- "Συμμετείχαν σε ένα βίαιο επιχείρημα"
- συνώνυμο:
- διαμάχη ,
- διαγωνισμός ,
- αμφισβήτηση ,
- αντίληψη ,
- κλίση ,
- επιχείρημα ,
- επιχειρηματολογώ
3. A slight but noticeable partiality
- "The court's tilt toward conservative rulings"
- synonym:
- tilt
3. Μια μικρή αλλά αισθητή μεροληψία
- "Η κλίση του δικαστηρίου προς τις συντηρητικές αποφάσεις"
- συνώνυμο:
- κλίση
4. The property possessed by a line or surface that departs from the vertical
- "The tower had a pronounced tilt"
- "The ship developed a list to starboard"
- "He walked with a heavy inclination to the right"
- synonym:
- tilt ,
- list ,
- inclination ,
- lean ,
- leaning
4. Το ακίνητο που κατέχεται από μια γραμμή ή επιφάνεια που αναχωρεί από την κάθετη
- "Ο πύργος είχε μια έντονη κλίση"
- "Το πλοίο ανέπτυξε μια λίστα με τον πίνακα αστεριών"
- "Περπάτησε με βαριά κλίση προς τα δεξιά"
- συνώνυμο:
- κλίση ,
- λίστα ,
- άνετοσ ,
- ακουμπώντασ
5. Pitching dangerously to one side
- synonym:
- rock ,
- careen ,
- sway ,
- tilt
5. Περνώντας επικίνδυνα προς τη μία πλευρά
- συνώνυμο:
- βράχος ,
- ανακατεύω ,
- επηρεάζω ,
- κλίση
verb
1. To incline or bend from a vertical position
- "She leaned over the banister"
- synonym:
- lean ,
- tilt ,
- tip ,
- slant ,
- angle
1. Για να κλίση ή να κάμψει από μια κάθετη θέση
- "Άκουμπησε πάνω από το κάγκελο"
- συνώνυμο:
- άνετοσ ,
- κλίση ,
- συμβουλή ,
- πλάγια ,
- γωνία
2. Heel over
- "The tower is tilting"
- "The ceiling is slanting"
- synonym:
- cant ,
- cant over ,
- tilt ,
- slant ,
- pitch
2. Τακούνι
- "Ο πύργος γέρνει"
- "Το ταβάνι κλίνει"
- συνώνυμο:
- δεν μπορώ ,
- παρακαλώ ,
- κλίση ,
- πλάγια ,
- πίσσα
3. Move sideways or in an unsteady way
- "The ship careened out of control"
- synonym:
- careen ,
- wobble ,
- shift ,
- tilt
3. Μετακινήστε πλάγια ή με ασταθές τρόπο
- "Το πλοίο φροντίζει εκτός ελέγχου"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- περιπλανώμαι ,
- μετατόπιση ,
- κλίση
4. Charge with a tilt
- synonym:
- tilt
4. Φόρτιση με κλίση
- συνώνυμο:
- κλίση