Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tiller" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πληρωτής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tiller

[Δολοφόνος]
/tɪlər/

noun

1. A shoot that sprouts from the base of a grass

    synonym:
  • tiller

1. Ένας πυροβολισμός που βλαστάει από τη βάση ενός γρασιδιού

    συνώνυμο:
  • τρυπώνων

2. Someone who tills land (prepares the soil for the planting of crops)

    synonym:
  • tiller

2. Κάποιος που γέρνει τη γη (προετοιμάζει το έδαφος για τη φύτευση των καλλιεργειών)

    συνώνυμο:
  • τρυπώνων

3. Lever used to turn the rudder on a boat

    synonym:
  • tiller

3. Μοχλός που χρησιμοποιείται για να γυρίσει το πηδάλιο σε μια βάρκα

    συνώνυμο:
  • τρυπώνων

4. A farm implement used to break up the surface of the soil (for aeration and weed control and conservation of moisture)

    synonym:
  • cultivator
  • ,
  • tiller

4. Ένα αγρόκτημα που χρησιμοποιείται για να διασπάσει την επιφάνεια του εδάφους (για αερισμό και έλεγχο ζιζανίων και διατήρηση της υγρασία)

    συνώνυμο:
  • καλλιεργητήσ
  • ,
  • τρυπώνων

verb

1. Grow shoots in the form of stools or tillers

    synonym:
  • stool
  • ,
  • tiller

1. Αναπτύξτε βλαστούς με τη μορφή σκαμνιών ή πηδαλίων

    συνώνυμο:
  • σκαμνί
  • ,
  • τρυπώνων