Translation meaning & definition of the word "tilde" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παπούτσι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tilde
[Τίλντε]/tɪldə/
noun
1. A diacritical mark (~) placed over the letter n in spanish to indicate a palatal nasal sound or over a vowel in portuguese to indicate nasalization
- synonym:
- tilde
1. Ένα διακριτικό σημάδι (~) τοποθετείται πάνω από το γράμμα ν στα ισπανικά για να υποδείξει έναν ανακτορικό ρινικό ήχο ή πάνω από ένα φωνήελ
- συνώνυμο:
- τίλντε