Translation meaning & definition of the word "tights" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλσόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tights
[Καλσόν]/taɪts/
noun
1. Skintight knit hose covering the body from the waist to the feet worn by acrobats and dancers and as stockings by women and girls
- synonym:
- tights ,
- leotards
1. Εύκαμπτος σωλήνας πλέξης που καλύπτει το σώμα από τη μέση μέχρι τα πόδια που φοριούνται από ακροβάτες και χορευτές και ως κάλτσες
- συνώνυμο:
- καλσόν ,
- κορμάκια