Translation meaning & definition of the word "tightness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στεγανότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tightness
[Σφίξιμο]/taɪtnəs/
noun
1. A state occasioned by scarcity of money and a shortage of credit
- synonym:
- stringency ,
- tightness
1. Ένα κράτος που προκαλείται από έλλειψη χρημάτων και έλλειψη πίστωσης
- συνώνυμο:
- αυστηρότητα ,
- σφίξιμο
2. A tight feeling in some part of the body
- "He felt a constriction in her chest"
- "She felt an alarming tightness in her chest"
- "Emotion caused a constriction of his throat"
- synonym:
- constriction ,
- tightness
2. Ένα σφιχτό συναίσθημα σε κάποιο μέρος του σώματος
- "Ένιωσε μια συστολή στο στήθος της"
- "Αισθάνθηκε μια ανησυχητική σφίξιμο στο στήθος της"
- "Η κίνηση προκάλεσε συστολή του λαιμού του"
- συνώνυμο:
- συστολή ,
- σφίξιμο
3. The spatial property of being crowded together
- synonym:
- concentration ,
- density ,
- denseness ,
- tightness ,
- compactness
3. Η χωρική ιδιότητα του να είναι γεμάτοι μαζί
- συνώνυμο:
- συγκέντρωση ,
- πυκνότητα ,
- σφίξιμο ,
- συμπαγέσ
4. Extreme stinginess
- synonym:
- meanness ,
- minginess ,
- niggardliness ,
- niggardness ,
- parsimony ,
- parsimoniousness ,
- tightness ,
- tightfistedness ,
- closeness
4. Ακραία τσούξιμο
- συνώνυμο:
- κακία ,
- αναποφλοίωτο ,
- απροσεξία ,
- αναβρασμόσ ,
- παραλήρημα ,
- αναλγησία ,
- σφίξιμο ,
- εγγύτητα
5. Lack of movement or room for movement
- synonym:
- tightness ,
- tautness
5. Έλλειψη κίνησης ή περιθώριο για κίνηση
- συνώνυμο:
- σφίξιμο ,
- τεντωμένο