Translation meaning & definition of the word "tight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφιχτό" στην ελληνική γλώσσα
Tight
[Σφιχτός]adjective
1. Closely constrained or constricted or constricting
- "Tight skirts"
- "He hated tight starched collars"
- "Fingers closed in a tight fist"
- "A tight feeling in his chest"
- synonym:
- tight
1. Στενά περιορισμένος ή περιορισμένος ή συσταλτικός
- "Σφιχτές φούστες"
- "Μισούσε τα σφιχτά τοξωτά κολάρα"
- "Δάχτυλα έκλεισαν σε μια σφιχτή γροθιά"
- "Ένα σφιχτό συναίσθημα στο στήθος του"
- συνώνυμο:
- σφιχτός
2. Pulled or drawn tight
- "Taut sails"
- "A tight drumhead"
- "A tight rope"
- synonym:
- taut ,
- tight
2. Τραβηγμένος ή σχεδιασμένος σφιχτά
- "Ταυτόχρονα πανιά"
- "Σφιχτό τύμπανο"
- "Σφιχτό σχοινί"
- συνώνυμο:
- τεταμένοσ ,
- σφιχτός
3. Set so close together as to be invulnerable to penetration
- "In tight formation"
- "A tight blockade"
- synonym:
- tight
3. Τοποθετήστε τόσο κοντά μεταξύ τους ώστε να είναι άτρωτοι στη διείσδυση
- "Σε σφιχτό σχηματισμό"
- "Ένας σφιχτός αποκλεισμός"
- συνώνυμο:
- σφιχτός
4. Pressed tightly together
- "With lips compressed"
- synonym:
- compressed ,
- tight
4. Πιέζεται σφιχτά μαζί
- "Με τα χείλη συμπιεσμένα"
- συνώνυμο:
- συμπιεσμένοσ ,
- σφιχτός
5. (used of persons or behavior) characterized by or indicative of lack of generosity
- "A mean person"
- "He left a miserly tip"
- synonym:
- mean ,
- mingy ,
- miserly ,
- tight
5. (χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή συμπεριφορά) που χαρακτηρίζεται ή ενδεικτικό έλλειψης γενναιοδωρίας
- "Ένας κακός άνθρωπος"
- "Άφησε μια μίζερη άκρη"
- συνώνυμο:
- μέσος ,
- ανακατεμένοσ ,
- παραπλανητικά ,
- σφιχτός
6. Affected by scarcity and expensive to borrow
- "Tight money"
- "A tight market"
- synonym:
- tight
6. Επηρεάζεται από την έλλειψη και είναι ακριβό να δανειστεί
- "Σφιχτά χρήματα"
- "Σφιχτή αγορά"
- συνώνυμο:
- σφιχτός
7. Of such close construction as to be impermeable
- "A tight roof"
- "Warm in our tight little house"
- synonym:
- tight
7. Τόσο στενής κατασκευής ώστε να είναι αδιαπέραστη
- "Σφιχτή οροφή"
- "Ζεστάνετε στο σφιχτό μικρό μας σπίτι"
- συνώνυμο:
- σφιχτός
8. Of textiles
- "A close weave"
- "Smooth percale with a very tight weave"
- synonym:
- close ,
- tight
8. Υφάσματα
- "Στενή ύφανση"
- "Λείο με μια πολύ σφιχτή ύφανση"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- σφιχτός
9. Securely or solidly fixed in place
- Rigid
- "The bolts are tight"
- synonym:
- tight
9. Ασφαλώς ή σταθερά στη θέση του
- Άκαμπτοσ
- "Τα μπουλόνια είναι σφιχτά"
- συνώνυμο:
- σφιχτός
10. (of a contest or contestants) evenly matched
- "A close contest"
- "A close election"
- "A tight game"
- synonym:
- close ,
- tight
10. ( ενός διαγωνισμού ή διαγωνιζόμενοι) ομοιόμορφα ταιριάζει
- "Στενός διαγωνισμός"
- "Κλειστές εκλογές"
- "Σφιχτό παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- σφιχτός
11. Very drunk
- synonym:
- besotted ,
- blind drunk ,
- blotto ,
- crocked ,
- cockeyed ,
- fuddled ,
- loaded ,
- pie-eyed ,
- pissed ,
- pixilated ,
- plastered ,
- slopped ,
- sloshed ,
- smashed ,
- soaked ,
- soused ,
- sozzled ,
- squiffy ,
- stiff ,
- tight ,
- wet
11. Πολύ μεθυσμένος
- συνώνυμο:
- πολιορκημένο ,
- τυφλός μεθυσμένος ,
- μπλότο ,
- περικομμένοσ ,
- παραπλανημένοσ ,
- ανακατώνω ,
- φορτωμένοσ ,
- πίτα ,
- τσιρίζω ,
- εξαερίζω ,
- επίχρισμα ,
- παραπαίω ,
- σλίβανο ,
- σπασμένα ,
- εμποτισμένο ,
- απολύσει ,
- αποτριχωμένο ,
- απατηλός ,
- σκληρός ,
- σφιχτός ,
- υγρός
12. Exasperatingly difficult to handle or circumvent
- "A nasty problem"
- "A good man to have on your side in a tight situation"
- synonym:
- nasty ,
- tight
12. Εξαιρετικά δύσκολο να χειριστεί ή να παρακάμψει
- "Ένα αποτρόπαιο πρόβλημα"
- "Ένας καλός άνθρωπος να έχει στο πλευρό σας σε μια σφιχτή κατάσταση"
- συνώνυμο:
- άσχημοσ ,
- σφιχτός
13. Demanding strict attention to rules and procedures
- "Rigorous discipline"
- "Tight security"
- "Stringent safety measures"
- synonym:
- rigorous ,
- stringent ,
- tight
13. Απαιτώντας αυστηρή προσοχή στους κανόνες και τις διαδικασίες
- "Απαιτητική πειθαρχία"
- "Στενή ασφάλεια"
- "Αυστηρά μέτρα ασφαλείας"
- συνώνυμο:
- αυστηρός ,
- σφιχτός
14. Packed closely together
- "They stood in a tight little group"
- "Hair in tight curls"
- "The pub was packed tight"
- synonym:
- tight
14. Συσκευασμένα στενά μαζί
- "Στάθηκαν σε μια μικρή ομάδα"
- "Μαλλιά σε σφιχτές μπούκλες"
- "Η παμπ ήταν γεμάτη σφιχτά"
- συνώνυμο:
- σφιχτός
adverb
1. Firmly or closely
- "Held fast to the rope"
- "Her foot was stuck fast"
- "Held tight"
- synonym:
- fast ,
- tight
1. Σταθερά ή στενά
- "Παρατηρείται γρήγορα στο σχοινί"
- "Το πόδι της ήταν κολλημένο γρήγορα"
- "Σφιχτά"
- συνώνυμο:
- γρήγορος ,
- σφιχτός
2. In an attentive manner
- "He remained close on his guard"
- synonym:
- close ,
- closely ,
- tight
2. Με προσεκτικό τρόπο
- "Παρέμεινε κοντά στη φρουρά του"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- στενά ,
- σφιχτός