Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tier" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαθμίδα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tier

[Βαρύσ]
/tir/

noun

1. A relative position or degree of value in a graded group

  • "Lumber of the highest grade"
    synonym:
  • grade
  • ,
  • level
  • ,
  • tier

1. Σχετική θέση ή βαθμός αξίας σε μια διαβαθμισμένη ομάδα

  • "Αριθμός του υψηλότερου βαθμού"
    συνώνυμο:
  • βαθμός
  • ,
  • επίπεδο
  • ,
  • βαθμίδα

2. Any one of two or more competitors who tie one another

    synonym:
  • tier

2. Ένας από τους δύο ή περισσότερους ανταγωνιστές που δένουν ο ένας τον άλλον

    συνώνυμο:
  • βαθμίδα

3. A worker who ties something

    synonym:
  • tier
  • ,
  • tier up

3. Ένας εργάτης που δένει κάτι

    συνώνυμο:
  • βαθμίδα

4. Something that is used for tying

  • "The sail is fastened to the yard with tiers"
    synonym:
  • tier

4. Κάτι που χρησιμοποιείται για το δέσιμο

  • "Το πανί είναι στερεωμένο στην αυλή με βαθμίδες"
    συνώνυμο:
  • βαθμίδα

5. One of two or more layers one atop another

  • "Tier upon tier of huge casks"
  • "A three-tier wedding cake"
    synonym:
  • tier

5. Ένα από τα δύο ή περισσότερα στρώματα το ένα επάνω στο άλλο

  • "Βαθμίδα στη βαθμίδα των τεράστιων βαρέλια"
  • "Μια γαμήλια τούρτα τριών βαθμίδων"
    συνώνυμο:
  • βαθμίδα